παρατήρημα

παρατήρημα
τὸ, ΝΜΑ [παρατηρώ]
η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο της
νεοελλ.
φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδι
αρχ.
1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτων
επιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)
2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρατήρημα — observation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρημάτων — παρατήρημα observation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασι — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήμασιν — παρατήρημα observation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματα — παρατήρημα observation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματι — παρατήρημα observation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήματος — παρατήρημα observation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”