- παρατήρημα
- τὸ, ΝΜΑ [παρατηρώ]η παρατήρηση και το αποτέλεσμα, το εξαγόμενο ή το περιεχόμενο τηςνεοελλ.φρ. «κακό παρατήρημα» — κακός οιωνός, κακό σημάδιαρχ.1. η παρατήρηση τών οιωνών («παρατηρημάτωνεπιτηρήσεων... κληδονισμῶν». Ησύχ.)2. ο όρος που πρέπει να τηρηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.